- μαστρικός
- μαστρ-ικός, ή, όν,A concerning
μαστροί, νόμος SIG671
A 5 (Delph., ii B.C.).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
μαστροί, νόμος SIG671
A 5 (Delph., ii B.C.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
μαστρικός — μαστρικός, ή, όν (Α) [μαστρός] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στους μαστρούς* («μαστρικός νόμος») … Dictionary of Greek